πρατηρίου

πρατηρίου
πρᾱτηρίου , πρατήριον
place for selling
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

  • πρατηριούχος — ο, Ν ιδιοκτήτης πρατηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρατήριο + ούχος*] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ζυγομαλά — Το Μουσείο Κεντητικής Τέχνης της Λουκίας Zυγομαλά λειτούργησε για πρώτη φορά το 1937 στον εκθεσιακό χώρο που προστέθηκε γι’ αυτόν το σκοπό στην εξοχική κατοικία της οικογένειας Zυγομαλά (Αυλώνα Αττικής). H επανέκθεση των αντικειμένων, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”